- οθωμανικός
- η , ό[ν] 1.1) ист. отоманский; 2) турецкий; 2. (ο ) турецкий кофе, кофе по-турецки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οθωμανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Οθωμανούς («Οθωμανική Αυτοκρατορία» η αυτοκρατορία που δημιουργήθηκε από τουρκικά φύλα στη Μικρά Ασία, γνώρισε εντυπωσιακή εξάπλωση στον χώρο τής Βόρειας Αφρικής, τής Μέσης Ανατολής και τής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
οσμανικός — ή, ό [Οσμάν] οθωμανικός … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek